αποθησαύρισμα

αποθησαύρισμα
το
1. η αποθησαύριση
2. ό,τι έχει αποθησαυριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίναθος — κίναθος, ὁ (Α) το αποθησαύρισμα που γίνεται σιγά σιγά («οἱ δὲ τὸν θησαυρισμὸν κίναθον καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κιναθίζω με τη σημ. «αποθησαυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”